βασταχτός

βασταχτός
-ή, -ό (AM βαστακτός, -ή, -όν) [βαστάζω]
αυτός τον οποίο μεταφέρουν στα χέρια, σηκωτό
νεοελλ.
φιλάργυρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βασταχτός — ή, ό αντιθ. αβάσταχτος αυτός που μπορεί να τον σηκώσει κανείς στα χέρια, να τον βαστάξει: Βασταχτό τον έβαλαν στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασταχτερός — ή, ό [βασταχτός] 1. ανθεκτικός 2. υπομονητικός …   Dictionary of Greek

  • φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”